- συγκρατητικός
- -ή, -ό, Νικανός ή κατάλληλος να συγκρατεί κάποιον ή κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < συγκράτηση. Η λ. στον πληθ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εφεκτικός — ή, ό (ΑΜ ἐφεκτικός, ή, όν) [επέχω] 1. επιφυλακτικός, διστακτικός, αυτός που αναβάλλει να κάνει ή να πει κάτι, ο αναποφάσιστος 2. φρ. «εφεκτικοί φιλόσοφοι» αυτοί που φρονούν ότι η γνώση είναι κάτι το ανέφικτο, αλλ. σκεπτικοί φιλόσοφοι («τῶν δὲ… … Dictionary of Greek
κατόχιμος — κατόχιμος, ίμη, ον (Α) [κατοχή] 1. αυτός που κατέχεται, που βρίσκεται υπό την κυριότητα άλλου («καὶ ἔσονται ὑμῑν κατόχιμοι εἰς τὸν αἰῶνα», ΠΔ) 2. αυτός που κατέχεται από θεία και υπερφυσική δύναμη, ο θεοφορούμενος 3. (για πράγματα) αυτός μέσα… … Dictionary of Greek
κρατητικός — κρατητικός, ή, όν (Α) [κρατώ] 1. ο ικανός να εξουσιάζει, να διοικεί, να κυριαρχεί 2. ο ικανός να επικρατεί, να νικά («νίκη δύναμις κρατητικὴ περὶ ἀγωνίαν», Πλάτ.) 3. ιατρ. αυτός που συντελεί σε παρεμπόδιση, αναχαιτιστικός, συγκρατητικός… … Dictionary of Greek